Καθίσαμε στο παγκάκι και λέγαμε...λέγαμε ...
Σαν να περιμέναμε μια ζωή ο ένας τον άλλον για να μοιραστούμε τα μυστικά μας.
Ακουμπούσα το κεφάλι μου στον ώμο του. Κι αυτός μου κρατούσε τρυφερά το χέρι.
Του είπα όλη μου τη ζωή.Ήμουν κρυμμένη σε μια πολύχρωμη θαλασσινή σπηλιά.Μακριά από όλον τον κόσμο.Σ'ένα μέρος που κανείς δε θα μπορούσε να μου κάνει κακό.Κι ένιωθα την ανάγκη να πετάξω ό,τι με βάραινε.Ό,τι με φόβιζε.Ό,τι με κυνηγούσε.Ένιωθα την ανάγκη να προσευχηθώ.Να λυτρωθώ.Να σκουπίσω το χώμα από το πρόσωπό μου.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν κρόταλο.Το κορμί μου έλιωνε.Οι αισθήσεις μου όλες ήταν μια φλόγα που έκαιγε δυνατά.Που σκορπούσε σαν θυμίαμα ευχαριστίας,σαν προσφορά ,στα πόδια τπυ μεγάλου οδηγητή της ομορφιάς!
Μου είπε πως ήταν ορφανός.Πως δεν είχε κανέναν.
-Δηλαδή,μέχρι πριν από λίγο δεν είχα.Τώρα,έχω όλο τον κόσμο στην αγκαλιά μου.
-Εσύ το λες αυτό;Που σε κυνηγούν όλες οι όμορφες του και σε θαυμάζουν;
-Τα κοριτσόπουλα εννοείς;Αυτά είναι τα χάπια της ματαιοδοξίας.Ισχυρά και αποτελεσματικά.Αλλά...Δεν τρυπούν τους τέσσερις τοίχους.Κατάλαβες;Βοηθούν να κάνεις ένα άλμα.Να πετάξεις σαν χαρταετός.Μα δεν σου εγγυώνται πως δεν θα πέσεις σε ηλεκτροφόρα σύρματα.Και ξέρεις ποιά λέω εγώ ηλεκτροφόρα σύρματα;....Κάτι νύχτες παγερές.Κάτι νύχτες που πέφτει πάνω σου το σκοτάδι σαν κόλαση.Που νομίζεις πως δεν θα έρθει ποτέ το ξημέρωμα.Έχεις περάσει τέτοιες νύχτες;
-Πολλές...
-Γι' αυτό σου λέω .Δεν ξέρω γιατί,είσαι ο μόνος άνθρωπος που ένιωσα τόση εμπιστοσύνη....από την πρώτη στιγμή που σου μίλησα...